μπαστίνα

μπαστίνα
και μπάστινα, η
μοίρασμα αγροκτήματος με κληρονομιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σερβ. baştina «πατρική κληρονομιά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπαστινούχος — ο αυτός που έχει μπαστίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαστίνα + ούχος* (< ἔχω)] …   Dictionary of Greek

  • μπαστουνόβλαχος — ο 1. βοσκός 2. (κατ επέκτ.) αγροίκος, άξεστος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μπαστινόβλαχος (< μπαστίνα «κληρονομική νομή αγροκτήματος» + Βλάχος) κατ επίδρασιν τού μπαστούνι, μάλλον, παρά < μπαστούνι + Βλάχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”